πισσηρός

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσηρός Medium diacritics: πισσηρός Low diacritics: πισσηρός Capitals: ΠΙΣΣΗΡΟΣ
Transliteration A: pissērós Transliteration B: pissēros Transliteration C: pissiros Beta Code: pisshro/s

English (LSJ)

πισσηρά (Ion. πισσηρή), πισσηρόν, = πισσήεις, ἡ π. (sc. κηρωτή) pitch ointment, Hp.Fract.24, cf. Gal.18(2).365.

German (Pape)

[Seite 619] = πισσήεις, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

πισσηρός: -ά, -όν, = πισσήεις, Γαλην.

Greek Monolingual

-ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά
(ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πισσηρός -ά -όν [πίττα] van pek, van teer: subst. ἡ πισσηρά, Ion. πισσηρή teerzalf. Hp. Fract. 24.