πολύβωτος

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βωτος Medium diacritics: πολύβωτος Low diacritics: πολύβωτος Capitals: ΠΟΛΥΒΩΤΟΣ
Transliteration A: polýbōtos Transliteration B: polybōtos Transliteration C: polyvotos Beta Code: polu/bwtos

English (LSJ)

πολύβωτον, prob. from βόσκω, many-feeding, ferlile, as ironical epithet of the barren island of Seriphos, Cratin. 211.

German (Pape)

[Seite 660] = πολύβοτος, Cratin. bei Hephaest. p. 89, oder = πολυβόητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβωτος: -ον, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Σεριφίοις» 6, πιθανῶς ἐκ τοῦ βόσκω, ὁ πολλοὺς βόσκων, τρέφων, εὔφορος, εἰρωνικῶς ὡς ἐπίθ. τῆς νήσου Σερίφου, πολύβωτον ποντίαν Σέριφον

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τρέφει πολλούς
2. εύφορος
3. ειρων. επίθετο της νήσου Σερίφου, επειδή είναι άγονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πολύβοτος. Η τροπή του -ο- σε -ω- οφείλεται σε μετρ. λόγους].