κυπαρισσόροφος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
κυπαρισσόροφον, ceiled with cypress-wood, E.Hyps.Fr.32.10; θάλαμοι prob. (for -τρόφοι) in Mnesim.4.1 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1534] mit einer Decke von Cypressenholz, θάλαμος, nach Casaubon. Em. Hnesimach. bei Ath. IX, 402 f für κυπαρισσοτρόφος.
Greek (Liddell-Scott)
κῠπᾰρισσόροφος: -ον, ἔχων τὴν ὀροφὴν ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, θάλαμοι Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 1, κατὰ τὸν Casaub. ἀντὶ τοῦ μηδεμίαν ἔχοντος σημασίαν κυπαριττοτρόφος.
Greek Monolingual
κυπαρισσόροφος, -ον (Α)
αυτός που η οροφή του είναι κατασκευασμένη από ξύλο κυπαρισσιού.