προσκατανέμω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
allot or assign besides, δευτέραν βουλήν Plu.Sol.19; τὴν Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Id.Cat.Mi.33, cf. D.C.51.4.
German (Pape)
[Seite 768] (s. νέμω), zutheilen, Plut. Sol. 19 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
distribuer ou assigner en outre.
Étymologie: πρός, κατανέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κατανέμω bovendien toewijzen.
Russian (Dvoretsky)
προσκατανέμω:
1 сверх того распределять, раздавать (Καμπανίαν τοῖς ἀπόροις Plut.);
2 дополнительно учреждать (δευτέραν βουλήν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκατανέμω: ἀπονέμω προσέτι, Πλουτ. Σόλων 19· Καμπανίαν τοῖς πένησιν Κάτων Νεώτ. 33, πρβλ. Κ. 51. 4.
Greek Monolingual
Α κατανέμω
1. παρέχω, χορηγώ επί πλέον («δευτέραν προσκατένειμε βουλὴν ἀπό φυλῆς ἑκάστης», Πλούτ.)
2. απονέμω επί πλέον
3. δίνω επί πλέον ως ανάλογο μερίδιο, διαμοιράζω, διανέμω («τὴν Καμπανίαν... προσκατανέμοντα τοῖς ἀπόροις καὶ πένησιν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
προσκατανέμω: μέλ. -νεμῶ, κατανέμω, απονέμω επιπλέον, σε Πλούτ.