συνεκκλέπτω

From LSJ
Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκλέπτω Medium diacritics: συνεκκλέπτω Low diacritics: συνεκκλέπτω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΛΕΠΤΩ
Transliteration A: synekkléptō Transliteration B: synekkleptō Transliteration C: synekklepto Beta Code: sunekkle/ptw

English (LSJ)

help to steal away, E.Tr.1018, Hel.1370; σ. γάμους help in concealing it, Id.El.364.

German (Pape)

[Seite 1012] mit od. zugleich herausstehlen, heimlich bewerkstelligen; γάμους Eur. El. 364, vgl. Troad. 1018.

French (Bailly abrégé)

1 aider à dérober en même temps;
2 éluder de concert avec.
Étymologie: σύν, ἐκκλέπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκκλέπτω helpen heimelijk weg te gaan: Eur. Tr. 1018 helpen verborgen te houden:. πόσιν παρόνγτα dat mijn echtgenoot aanwezig is Eur. Hel. 1370; σ. γάμους het huwelijk Eur. El. 364.

Russian (Dvoretsky)

συνεκκλέπτω: помогать укрыть (γάμους Eur.): σὲ δ᾽ ἐπὶ ναῦς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα Eur. я помогу тебе тайком пробраться к ахейским кораблям.

Greek Monolingual

Α
1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ' ἐπὶ ναῦς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.)
2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» — βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»].

Greek Monotonic

συνεκκλέπτω: μέλ. -ψω, συνεργώ σε κλοπή, κλέβω κι απομακρύνομαι, σε Ευρ.· συνεκκλέπτω γάμους, βοηθώ στην απόκρυψη γάμου, συγκαλύπτω, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκλέπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐκκλέπτω, κλέπτω καὶ φεύγω, Εὐρ. Τρῳ. 1018, Ἑλ. 1370· σ. γάμους, βοηθῶ εἰς ἀπόκρυψιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡλ. 364.

Middle Liddell

fut. ψω
to help to steal away, Eur.; ς. γάμους to help in concealing the marriage, Eur.