πολύσταχυς

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστᾰχυς Medium diacritics: πολύσταχυς Low diacritics: πολύσταχυς Capitals: ΠΟΛΥΣΤΑΧΥΣ
Transliteration A: polýstachys Transliteration B: polystachys Transliteration C: polystachys Beta Code: polu/staxus

English (LSJ)

υ, gen. υος, rich in ears of corn, Δάματερ Theoc.10.42; ὕψος τοῦ φυτοῦ τετράπηχυ, π. καὶ πολύκαρπον Str.15.1.18.

German (Pape)

[Seite 673] υ, vielährig, ährenreich; Theocr. 10, 42; Strab. XV u. Sp.; πολυσταχής, f. L.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
chargé d'épis.
Étymologie: πολύς, στάχυς.

Greek Monolingual

-υ, ΜΑ
αυτός που έχει πολλά στάχια («Δάματερ πολύσταχυ», θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στάχυς (πφλ. μεγαλό-σταχυς)].

Greek Monotonic

πολύστᾰχυς: -υ, πλούσιος σε στάχυα σταριού, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύσταχυς -υ [πολύς, σταχύς] rijk aan aren ( epithet van Demeter).

Russian (Dvoretsky)

πολύστᾰχῠς: υος adj. богатый колосьями (Δαμάτηρ Theocr.).

Middle Liddell

πολύ-στᾰχυς, υ,
rich in ears of corn, Theocr.