ἐλλόποδες
From LSJ
English (LSJ)
(so EM331.53, ἐλλόγ-ιδες Hsch.), the young of birds or serpents, Cratin.408.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλόποδες: «ἡ λέξις παρὰ Κρατίνῳ (ἐν Ἀδήλ. 60) γέγονε δὲ παρὰ τοὺς ἐλλούς, καὶ λέγει κοινῶς τοὺς νεβροὺς καὶ τοὺς στρουθούς˙ ἢ νεοττοὺς ὄφεως ἀπὸ τοῦ ἅλλεσθαι» Ἡσύχ.: ἡ ἐν τῷ χειρογρ. πλημμελὴς γραφὴ διωρθώθη ἐκ τοῦ Μ. Ἐτυμ. 331, 53.