κερωνία

From LSJ
Revision as of 11:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερωνία Medium diacritics: κερωνία Low diacritics: κερωνία Capitals: ΚΕΡΩΝΙΑ
Transliteration A: kerōnía Transliteration B: kerōnia Transliteration C: keronia Beta Code: kerwni/a

English (LSJ)

ἡ, Ion. for κερατωνία, Thphr. HP 4.2.4, cf. 1.11.2; ceraunia, Plin.HN13.59.

German (Pape)

[Seite 1426] ἡ, = κερατέα, κερατωνία, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κερωνία: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κερατέα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, Πλίν, ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 575.

Greek Monolingual

η (Α κερωνία)
(ιων. τ. του κερατωνία) το δέντρο χαρουπιά, ξυλοκερατιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κερατωνία.