κλοπεύω
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
A plunder, τὴν Ἰταλίαν App.Ill.15.
II v. κλοτοπεύω.
German (Pape)
[Seite 1456] ein Dieb sein, stehlen, Sp.; vgl. Lob. Phryn. 591; richtiger κλωπεύω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
κλοπεύω: ἴδε κλωπεύω.