ἐπιλίγδην
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
Adv. grazing, Il.17.599, Luc.Nigr.36. [ἐπῑ-, v.l. ἐπιλλίγδην, Il.l.c.]
German (Pape)
[Seite 958] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la surface.
Étymologie: ἐπιλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῑλίγδην: adv. поверхностно (по коже), слегка (ἄκρον ἐ. ἅπτεσθαι Luc.): βλῆτο ὦμον δουρὶ ἄκρον ἐ. Hom. он был чуть оцарапан в плечо копьем.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλίγδην: Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί... ἄκρον ἐπιλίγδην, «οὐ κατὰ βάθος, ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 (ἔνθα ἡ β΄ συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.
English (Autenrieth)
βλῆτο ὦμον, received a stroke grazing the shoulder, Il. 17.599†.
Greek Monolingual
ἐπιλίγδην (Α)
επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» — χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα του ώμου, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»].
Greek Monotonic
ἐπιλίγδην: επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
grazing, Il.