ἐπιλίγδην

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλίγδην Medium diacritics: ἐπιλίγδην Low diacritics: επιλίγδην Capitals: ΕΠΙΛΙΓΔΗΝ
Transliteration A: epilígdēn Transliteration B: epiligdēn Transliteration C: epiligdin Beta Code: e)pili/gdhn

English (LSJ)

Adv. grazing, Il.17.599, Luc.Nigr.36. [ἐπῑ-, v.l. ἐπιλλίγδην, Il.l.c.]

German (Pape)

[Seite 958] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la surface.
Étymologie: ἐπιλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῑλίγδην: adv. поверхностно (по коже), слегка (ἄκρον ἐ. ἅπτεσθαι Luc.): βλῆτο ὦμον δουρὶ ἄκρον ἐ. Hom. он был чуть оцарапан в плечо копьем.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλίγδην: Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί... ἄκρον ἐπιλίγδην, «οὐ κατὰ βάθος, ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 (ἔνθα ἡ β΄ συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.

English (Autenrieth)

βλῆτο ὦμον, received a stroke grazing the shoulder, Il. 17.599†.

Greek Monolingual

ἐπιλίγδην (Α)
επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» — χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα του ώμου, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»].

Greek Monotonic

ἐπιλίγδην: επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

grazing, Il.