χυτρεύς

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρεύς Medium diacritics: χυτρεύς Low diacritics: χυτρεύς Capitals: ΧΥΤΡΕΥΣ
Transliteration A: chytreús Transliteration B: chytreus Transliteration C: chytreys Beta Code: xutreu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, potter, Pl.R. 421d, Tht.147a, Eustr. in APo. 158.13.

German (Pape)

[Seite 1385] ὁ, der Töpfer; Plat. pheaet. 147 a Rep. IV, 421 d; sprichwörtlich χυτρέα χυτρεῖ κοτέειν, Themist., nach Hes. O. 25 κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
potier.
Étymologie: χύτρα, χύτρος.

Russian (Dvoretsky)

χυτρεύς: έως ὁ горшечник, гончар Plat.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρεύς: έως, ὁ, ὁ κατασκευάζων χύτρας, «τσουκαλᾶς», Λατ. figulus, Πλάτ. Πολ. 421D, Θεαίτ. 147Α.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει χύτρες, τσουκαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

χυτρεύς: -έως, ὁ (χύτρα), αγγειοπλάστης, Λατ. figulus, σε Πλάτ.

Middle Liddell

χυτρεύς, έως, ὁ, χύτρα
a potter, Lat. figulus, Plat.