καμπεσίγυιος
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
καμπεσίγυιον, bending the limbs, παίγνια κ. puppets, Orph.Fr.34.
German (Pape)
[Seite 1318] die Glieder beugend, παίγνια, Gliederpuppen, Orph. bei Clem. Al. p. 15, vgl. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καμπεσίγυιος: -ον, κάμπτων τὰ μέλη, παίγνια κ., τὰ νευρόσπαστα, Ὀρφ. Ἀποστ. 17, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
Greek Monolingual
καμπεσίγυιος, -ον (Α)
(για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη του σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» — παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη του σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί- (< κάμπτω) + -γυιος (< γυῖα «μέλη του σώματος»), πρβλ. αγλαόγυιος, ιμερόγυιος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].