ἰθύτονος
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ἰθύτονον, = ἰθυτενής, στάλικες AP6.187 (Alph.; v.l. ἰθυτενῶν).
German (Pape)
[Seite 1246] = ἰθυτενής, στάλικες, Alc. Mit. ep. 2 (VI, 187).
Russian (Dvoretsky)
ἰθύτονος: Anth. = ἰθυτενής.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύτονος: ῑ, ον, = ἰθυτενής, Ἀνθ. Παλ. 6. 187 (Brunck ἰθυτενῶν).
Greek Monolingual
ἰθύτονος, -ον (Α)
ιθυτενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύτονος, οξύτονος].
Greek Monotonic
ἰθύτονος: [ῑ], -ον, = ἰθυτενής, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἰ¯θύ-τονος, ον = ἰθυτενής, Anth.]