κνιπότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, irritation of the eyes, Hp.Loc.Hom.13; expld.as = ξηροφθαλμία, Erot.
German (Pape)
[Seite 1461] ητος, ἡ, Knickerei (?). – Bei Hippocr. u. Galen. eine Entzündung der Augen, wobei diese klein u. trüb erscheinen.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑπότης: ἡ, φλόγωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.
Greek Monolingual
κνιπότης, -ητος, ή (Α)
η φλόγωση τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. του κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνιπότης -ητος, ἡ [κνίψ] irritatie (van de ogen).