εὔγεως
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ων, = εὔγειος, Str.7.4.6, Plu.Sull.16, Ael.NA5.56, App. BC4.102 codd.
German (Pape)
[Seite 1059] ων, att. = εὔγειος, Strab. (s. εὔγαιος) Ael. H. A. 5, 56; App. Civ. 4, 102 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
att. c. εὔγειος.
Russian (Dvoretsky)
εὔγεως: ων Plut. = εὔγειος.
Greek (Liddell-Scott)
εὔγεως: -ων, = εὔγειος, Αἰλ. π. Ζ. 5. 561, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 102.
Greek Monolingual
εὔγεως, -ων (Α)
ο εύγειος («ἥ γε ἄλλη πεδιὰς καὶ εὔγεώς ἐστι πᾶσα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεως (< γαία, γη), πρβλ. λεπτό-γεως].