προσκολλητός

From LSJ
Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκολλητός Medium diacritics: προσκολλητός Low diacritics: προσκολλητός Capitals: ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: proskollētós Transliteration B: proskollētos Transliteration C: proskollitos Beta Code: proskollhto/s

English (LSJ)

προσκολλητή, προσκολλητόν, Glossaria on ἀρτίκολλος, Sch.S.Tr. 768.

German (Pape)

[Seite 770] angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.

Greek (Liddell-Scott)

προσκολλητός: -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «κολλητός», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.

Greek Monolingual

και προσκολλατός, -όν, Α προσκολλῶ
1. προσκολλημένος
2. (για μικρό κτήριο) προσαρτημένος στο κύριο οικοδόμημα («τὸ ἐποίκιον τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.).