ἰσχνουργής
From LSJ
English (LSJ)
ἰσχνουργές, finely wrought, Glossaria on εὐϋφής, Sch.S.Tr.602.
German (Pape)
[Seite 1272] ές, sein gearbeitet, Schol. Soph. Trach. 611.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνουργής: -ές, (*ἔργω) λεπτῶς εἰργασμένος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 64.
Greek Monolingual
ἰσχνουργής, -ές (Α)
λεπτοδουλεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. καινουργής, μεγαλουργής].