στερρόνους

From LSJ
Revision as of 11:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρόνους Medium diacritics: στερρόνους Low diacritics: στερρόνους Capitals: ΣΤΕΡΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: sterrónous Transliteration B: sterronous Transliteration C: sterronous Beta Code: sterro/nous

English (LSJ)

στερρόνουν, hard-minded, stern-minded, Tz. ad Hes.Op.129 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

στερρόνους: ουν, ὁ ἔχων στερεὸν (γερόν), αὐστηρὸν νοῦν, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 129.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει σκληρό, δηλαδή αυστηρό νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός
+ -νους (< νόος, νοῦς), πρβλ. βραδύνους, οξύνους].