στρουθωτός

From LSJ
Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθωτός Medium diacritics: στρουθωτός Low diacritics: στρουθωτός Capitals: ΣΤΡΟΥΘΩΤΟΣ
Transliteration A: strouthōtós Transliteration B: strouthōtos Transliteration C: strouthotos Beta Code: strouqwto/s

English (LSJ)

στρουθωτή, στρουθωτόν, painted or embroidered with birds, Sophr.100.

German (Pape)

[Seite 956] wie von στρουθόω, mit Vögeln bemalt od. gestickt, ἑλίγματα Sophron Ath. II, 48 c.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθωτός: -ή, -όν, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. στρουθόω, ἐζωγραφημένος ἢ κεντημένος μὲ εἰκόνας πτηνῶν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 48C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(για ζωγραφικό πίνακα, κόσμημα, άγαλμα ή κέντημα) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].