θηλύγλωσσος

From LSJ
Revision as of 11:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλῠγλωσσος Medium diacritics: θηλύγλωσσος Low diacritics: θηλύγλωσσος Capitals: ΘΗΛΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: thēlýglōssos Transliteration B: thēlyglōssos Transliteration C: thilyglossos Beta Code: qhlu/glwssos

English (LSJ)

θηλύγλωσσον, with woman's tongue, Νοσσίς AP9.26.7 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 1207] Νόσσις, die Sängerinn, Antp. Th. 23 (XI, 26).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix de femme, à la voix douce.
Étymologie: θῆλυς, γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

θηλύγλωσσος: с женственной речью, нежноголосый (sc. γυνή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλύγλωσσος: -ον, ἔχων γυναικείαν γλῶσσαν, ὁμιλῶν τρυφερὰ ὡς γυνή, Ἀνθ. Π. 9. 26.

Greek Monolingual

θηλύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος, πολύγλωσσος].

Greek Monotonic

θηλύγλωσσος: -ον, αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θηλύ-γλωσσος, ον
with woman's tongue, Anth.