βιβλάριον
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
τό, little book, PLille1.7.7 (iii B. C.), AP11.78 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 444] τό, dim. zu βιβλίον, Büchlein, Lucill. 18 (XI, 78).
Greek Monolingual
βιβλάριον, το (Α)
μικρό βιβλίο.
Greek Monotonic
βιβλάριον: τό, υποκορ. του βίβλος, σε Ανθ.· βιβλαρίδιον, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[Dim. of βίβλος, Anth.]