βαρύσαρκος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
βαρύσαρκον, = βαθύσαρκος, Hippiatr.30 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύσαρκος: -ον, πολύσαρκος, Βυζ.
Greek Monolingual
(AM βαρύσαρκος, -ον)
ο παχύσαρκος.