χρυσεόστολμος

From LSJ
Revision as of 11:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεόστολμος Medium diacritics: χρυσεόστολμος Low diacritics: χρυσεόστολμος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΣΤΟΛΜΟΣ
Transliteration A: chryseóstolmos Transliteration B: chryseostolmos Transliteration C: chryseostolmos Beta Code: xruseo/stolmos

English (LSJ)

χρυσεόστολμον, decked with gold, δόμοι A.Pers.159 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1379] poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ornements d'or.
Étymologie: χρυσός, στολή.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεόστολμος: украшенный золотом (δόμοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόστολμος: -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, δόμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 159.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) χρυσεόστολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + στολμός «στολή, ενδυμασία»].

Greek Monotonic

χρῡσεόστολμος: -ον, στολισμένος, κοσμημένος με χρυσό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χρῡσεό-στολμος, ον, στέλλω
decked, dight with gold, Aesch.