χιονοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 11:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοβλέφᾰρος Medium diacritics: χιονοβλέφαρος Low diacritics: χιονοβλέφαρος Capitals: ΧΙΟΝΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: chionoblépharos Transliteration B: chionoblepharos Transliteration C: chionovlefaros Beta Code: xionoble/faros

English (LSJ)

χιονοβλέφαρον, with eye of dazzling white, Ἀώς Mesom.Sol.7.

German (Pape)

[Seite 1356] mit schneeweißen Augenlidern, Ἀώς Dionys. Hymn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα χιονόλευκα, χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς Διονυσ. Ὕμν. 2 ἐν Brunck. Allat. τ. 2, σ. 253.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ολόλευκα βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἑλικοβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος].