ταλαός

From LSJ
Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰός Medium diacritics: ταλαός Low diacritics: ταλαός Capitals: ΤΑΛΑΟΣ
Transliteration A: talaós Transliteration B: talaos Transliteration C: talaos Beta Code: talao/s

English (LSJ)

ταλαή, ταλαόν, (Τλάω) = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.

German (Pape)

[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰός: горемычный, несчастный (βροτοί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαός: -ή, -όν, (*τλάω) = τλήμων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τλήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα- (βλ. λ. τάλας) κατ' επίδραση του ταναός].

Greek Monotonic

τᾰλαός: -ή, -όν (*τλάω) = τλήμων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τᾰλαός, ή, όν [*τλάω = τλήμων, Ar.]

Frisk Etymology German

ταλαός: {talaós}
Meaning: ausdauernd, ertragend, unglücklich (Ar. Av 687 [anap.], Q. S.)
Etymology: Bildung wie ταναός u.a. (Schwyzer 472f.), vielleicht nur Kürzung von ταλακάρδιος u.a.
Page 2,848