καρδιαλγής
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
καρδιαλγές, suffering from heartburn, Id.Acut.30, Gal.6.604.
German (Pape)
[Seite 1326] ές, an Magenschmerzen leidend, Medic.
Greek Monolingual
-ές (Α καρδιαλγής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός
2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος
αρχ.
αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ-αλγής οσφυ-αλγής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.