εὐθυμάχης
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
εὐθυμάχου, Dor. εὐθυμάχας, ὁ, fighting openly, Pi.O.7.15.
German (Pape)
[Seite 1070] ὁ, in offener Schlacht kämpfend, άνήρ Pind. Ol. 7, 15.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυμάχης: -ου, ὁ, φανερῶς μαχόμενος, Πινδ. Ο. 7. 27.
Greek Monolingual
εὐθυμάχης, δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται φανερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + -μάχης (< μάχομαι)
πρβλ. α-ταρβο-μάχης, οπλο-μάχης].
Greek Monotonic
εὐθυμάχης: -ου, ὁ, αυτός που μάχεται ανοιχτά, που πολεμά φανερά, σε Πίνδ.