διάπυστος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
διάπυστον, heard of, well-known, δ. γίγνεσθαι Hdn.2.12.2.
Spanish (DGE)
-ον
muy conocido ἐπεὶ δὲ ταῦτα διάπυστα τῷ δήμῳ ἐγένετο Hdn.2.12.2, τῆς δόξης αὐτοῦ μέχρι Περσῶν διαπύστου γενομένης Sor.V.Hp.8.
Greek (Liddell-Scott)
διάπυστος: -ον, πολὺ γνωστός, δ. γίγνεσθαι Ἡρῳδιαν. 2. 12.
German (Pape)
bekannt, Hdn. 2.12.4.