προσεπικρούω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
strike against besides, λίθους πρὸς τὰ σκεύη D.C.36.49.
German (Pape)
[Seite 761] (s. κρούω), noch dazu darauf, daran schlagen, τὶ πρός τι, D. Cass. 36, 32.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπικρούω: ἐπικρούω προσέτι, τι πρός τι Δίων Κάσ. 36. 32.
Greek Monolingual
Α ἐπικρούω
χτυπώ κάτι επάνω σε κάτι επί πλέον («οἱ δὲ καὶ λίθους πρὸς τὰ χαλκᾱ σκεύη προσεπέκρουσαν», Δίων Κάσσ.).