μυριόφιλος
English (LSJ)
μυριόφιλον, with numberless friends, Them.Or.22.270a.
German (Pape)
[Seite 220] mit unzähligen Freunden, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόφῐλος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους φίλους, Θεμίστ. 270Α.
Greek Monolingual
μυριόφιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητους φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + φίλος].