ἀποσκυδμαίνω
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
to be enraged with, μὴ.. ἀποσκύδμαινε θεοῖσι Il.24.65.
Spanish (DGE)
irritarse contra μὴ ... ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν Il.24.65.
German (Pape)
[Seite 325] heftig grollen, zürnen, τινί Il. 24. 65.
French (Bailly abrégé)
s'irriter contre, τινι.
Étymologie: ἀπό, σκυδμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκυδμαίνω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκυδμαίνω: ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
be utterly indignant at; τινί, imp., Il. 24.65†.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποσκυδμαίνω και -σκύζω) σκυδμαίνω
είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.