πυρευτής
From LSJ
English (LSJ)
πυρευτοῦ, ὁ, one who fishes by torchlight, Poll.1.96.
German (Pape)
[Seite 821] ὁ, der Feuer Anzündende, der beim Feuer Etwas thut, bes. der beim Fackellicht Fischende.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁλιεύων ὑπὸ τὸ φῶς πυρσοῦ, Πολυδ. Α', 96 (ἔνθα πυριευτής).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και πυριευτής Α πυρεύω
νεοελλ.
ναυτ. ο πυροδότης
αρχ.
αυτός που ψαρεύει με πυρσούς, με πυροφάνια.