ἀνάπτυκτος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ἀνάπτυκτον, that may be opened, Arist.PA683b15.
German (Pape)
[Seite 204] entwickelt, erklärt; zu entwickeln, Arist. part. anim. 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπτυκτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός.
Greek Monolingual
ἀνάπτυκτος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, να ανοιχθεί.