κτεανισμός

Revision as of 12:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, getting wealth, Man.4.41 (pl.). (Fort. κτεατ-.)

German (Pape)

[Seite 1517] ὁ, Besitz, Man. 4, 41; man vermuthet κτεατισμός.

Greek Monolingual

κτεανισμός ή κτεατισμός, ὁ (Α)
απόκτηση πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλη γρφ. του τ. κτεατισμός, η οποία οφείλεται σε επίδραση της λ. κτέανον.