καταξίωσις
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
-εως, ἡ, high esteem, reputation, Plb.1.78.1.
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, Würdigung, Schätzung, Hochachtung, Pol. 1, 78, 1 u. öfter, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταξίωσις: -εως, ἡ, ἐκτίμησις ἢ σεβασμὸς πρός τινα, τινος Πολύβ. 1. 78, 1· συνάπτ. μετὰ τοῦ κατάπληξις, ὁ αὐτ. 8. 22, 4.
Russian (Dvoretsky)
καταξίωσις: εως ἡ почтительное отношение, почетное положение (Ἀμίλκου τοῦ στρατηγοῦ Polyb.).