πολλοδεκάκις
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. many tens of times, Ar.Pax243.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
adv.
des dizaines de fois.
Étymologie: πολύς, δεκάκις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
πολλοδεκάκις: (ᾰ) adv. во много раз больше, чем десятикратно, т. е. безмерно, бесконечно (π. ἄθλιος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
πολλοδεκάκις: [ᾰ], ἐπίρρ., πολλὰς φορὰς δεκάκις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 243.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πολλές φορές δέκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + δεκάκις.
Greek Monotonic
πολλοδεκάκις: [ᾰ], επίρρ., πολλές δεκάδες φορές, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
many tens of times, Ar.