αἱμορραγής
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
αἱμορραγές, bleeding violently, S.Ph.825.
Spanish (DGE)
-ές
1 que sangra intensamente φλέψ S.Ph.825.
2 que padece hemorragias Hp.Coac.602.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont le sang sort à flots.
Étymologie: αἷμα, ῥήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμορραγής -ές αἷμα, ῥήγνυμι gebarsten en bloedend:. μέλαινα … αἱμορραγὴς φλέψ het donkere bloed van een gebarsten ader Soph. Ph. 825.
German (Pape)
φλέψ, Blut ausströmend, Soph. Phil. 814; Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
αἱμορρᾰγής: струящий кровь, кровоточащий (φλέψ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμορρᾰγής: -ές, ὁ πάσχων ἰσχυρὰν αἱμορραγίαν, Ἱππ. 1029F. Σοφ. Φ. 825.
Greek Monotonic
αἱμορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), αυτός που χάνει αίμα, που αιμορραγεί έντονα, σε Σοφ.