ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Full diacritics: σῑτόπονος | Medium diacritics: σιτοπόνος | Low diacritics: σιτοπόνος | Capitals: ΣΙΤΟΠΟΝΟΣ |
Transliteration A: sitopónos | Transliteration B: sitoponos | Transliteration C: sitoponos | Beta Code: sito/ponos |
(parox.), ὁ, ἡ, = σιτοποιός, Ph.1.131, al.
ὁ, ἡ, Α
σιτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -πονος (< πόνος «κόπος, εργασία»), πρβλ. γεωπόνος.