ἀσυμφυής
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ές,
A not growing together, μόρια Placit.5.19.5; τῆ κτίσει Hsch.
German (Pape)
[Seite 380] ές, nicht zusammenpassend, Suid.