ἀχειραγώγητος
English (LSJ)
ἀχειραγώγητον, untamed, Ph.1.680.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se deja llevar, obstinado ἡ τῶν Ἰουδαίων ἀ. γνώμη Cyr.Al.M.73.761C, ἀ. ... εἰς τὴν τῶν ἀναγκαίων κατάληψιν ... ὁ νοῦς Cyr.Al.M.73.1000B.
2 fig. que no lleva de la mano, que no guía τυφλὴ καὶ ἀ. ὁδός Ph.1.680.
German (Pape)
[Seite 417] ungezähmt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχειρᾰγώγητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ χειραγωγήσῃ, δυσμαθής, δυσδίδακτος, Κύριλλ. Ἀλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχειραγώγητος, -ον)
ακαθοδήγητος
(αρχ. -μσν.) αυτός που δεν δέχεται να τον χειραγωγήσουν, ο ατίθασος.