τραγαλίζω

Revision as of 12:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

= τρώγω, Ar.V.674.

German (Pape)

[Seite 1132] = λαγαρίζομαι, mit diesem verbunden, Ar. Vesp. 674.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγᾰλίζω: пожирать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγᾰλίζω: τραγημάτων ἐμφοροῦμαι, τρώγω τραγήματα, Ἀριστοφάν. Σφ. 674· - πρβλ. τὸ τῆς καθωμιλημένης στραγάλια ἀντὶ τρωγάλια, καὶ ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιόδ. τ, 2, σ. 87 κἑξ.· - ἐντεῦθεν τραγαλισμός, ὁ, Θεογνώστ. Καν. 5.

Greek Monolingual

Α
τρώω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος < θ. τραγ- του τρώγω (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν) με υγρό ένθημα -αλ- (πρβλ. τρωγ-άλ-ιον)].