τραγαλίζω
English (LSJ)
= τρώγω, Ar.V.674.
German (Pape)
[Seite 1132] = λαγαρίζομαι, mit diesem verbunden, Ar. Vesp. 674.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγᾰλίζω: пожирать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγᾰλίζω: τραγημάτων ἐμφοροῦμαι, τρώγω τραγήματα, Ἀριστοφάν. Σφ. 674· - πρβλ. τὸ τῆς καθωμιλημένης στραγάλια ἀντὶ τρωγάλια, καὶ ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιόδ. τ, 2, σ. 87 κἑξ.· - ἐντεῦθεν τραγαλισμός, ὁ, Θεογνώστ. Καν. 5.
Greek Monolingual
Α
τρώω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος < θ. τραγ- του τρώγω (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν) με υγρό ένθημα -αλ- (πρβλ. τρωγ-άλ-ιον)].