ἀγχιστεύω
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
A to be next or be near, γῆ ἀγχιστεύουσα.. πόντῳ E.Tr.224 (lyr.).
II to be next of kin, be heir-at-law, τινί Is.11.11: metaph., ἀ. ἀγοραίης ἐργασίης Hp.Praec.8.
2 c. acc., ἀ. τινά do a kinsman's office to a woman, i.e. marry her, LXX Ru.3.13, 4.4; also κληρονομίαν ἀ. = enter upon... Nu. 36.8.
3 Pass., to be excluded by descent, ἀπὸ τῆς ἱερατείας 2 Es.2.62, Ne.7.64.
Spanish (DGE)
I 1estar cerca, junto a c. dat. γῆ ἀγχιστεύουσα ... πόντῳ E.Tr.224.
2 ser pariente próximo en sent. fig., c. gen. ἀ. ἀγοραίης ἐργασίης Hp.Praec.8.
II ejercer los derechos de pariente próximo
1 ser heredero legítimo c. dat. ἐμοί Is.11.11, οἱ ἐκ γένους μοι ἀγχιστεύοντες PMasp.151.203 (VI d.C.)
•c. gen. οἱ κατὰ γένους μου ἀγχιστεύοντες PMonac.12.42
•c. ac. κληρονομίαν recibir legítimamente una herencia LXX Nu.36.8.
2 en AT c. ac. ejercer el derecho de go’el en el levirato, en relación a una mujer casarse con ella ἀγχιστεύσω σε ἐγώ LXX Ru.3.13.
3 v. pas. ser apartado, perder un derecho sucesorio ἀπὸ τῆς ἱερατείας (por no poder probar legalmente su derecho familiar), LXX 2Es.2.62.
III hebr. ga’al e.e. librar Aq.Ge.48.16, αὐτὸν Aq.Ie.31.11.
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. ἠγχιστεύθην;
être proche parent de ; particul. être parent au degré successible.
Étymologie: ἀγχιστεύς.
Greek Monotonic
ἀγχιστεύω:I. βρίσκομαι πλησίον ή εγγύτατα, πάρα πολύ κοντά· με δοτ., σε Ευρ.
II. είμαι κληρονόμος κατά το νόμο, σε Ισαίο.
German (Pape)
nahe verwandt sein, Isae. 11.11; oft LXX; benachbart sein, γῆ Eur. Tr. 243; übertragen τινός, Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχιστεύω:
1 находиться рядом, примыкать (πόντῳ Eur.);
2 быть в ближайшем родстве (τινί Isae.).
Middle Liddell
ἄγχιστος
I. to be next or near, c. dat., Eur.
II. to be next of kin, Isae.
Mantoulidis Etymological
(=συγγενεύω, εἶμαι κληρονόμος σύμφωνα μέ τό νόμο). Ἀπό τό ἀγχιστεύς πού προέρχεται ἀπό τό ἄγχιστος (=ἐγγύτατος) τοῦ ἐπιρρ. ἄγχι. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγχιστεία, ἀγχιστήρ (=πού πλησιάζει), ἀγχιστῖνος (=πυκνός), ἀγχιστευτής, ἀγχιστίνδην (=κατά τό βαθμό τῆς συγγένειας).