ἐπιτηδευτός

From LSJ
Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτηδευτός Medium diacritics: ἐπιτηδευτός Low diacritics: επιτηδευτός Capitals: ΕΠΙΤΗΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: epitēdeutós Transliteration B: epitēdeutos Transliteration C: epitideftos Beta Code: e)pithdeuto/s

English (LSJ)

ἐπιτηδευτή, ἐπιτηδευτόν, artificial, counterfeit, Sch.Il.5.831.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτηδευτός: -ή, -όν, ἐπιτετηδευμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικός, Συνέσ. 63C.

Greek Monolingual

ἐπιτηδευτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που γίνεται με επιτήδευση, με υπερβολική ακριβολογία, επιτηδευμένος, προσποιητός, πλαστός.
επίρρ...
ἐπιτηδευτῶς ή ἐπιτηδεύτως (Α)
με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με επιτήδευση.