διαπατέω
English (LSJ)
tread through, τὴν χιόνα Plb.3.55.2; dub. in Ph.1.354 codd.
Spanish (DGE)
pisar hasta el fondo, hollar, hundir el pie en χίονα Plb.3.55.2, cf. Ph.1.354 (cód.), en v. pas. διαπεπατημένων εἰς βάθος τῶν ἑλῶν pisoteados hasta el fondo los pantanos Plb.3.79.6.
German (Pape)
[Seite 594] durchtreten, τὴν χιόνα Pol. 3, 55, 2.
Greek (Liddell-Scott)
διαπᾰτέω: ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους πατῶν, καταπατῶ, τήν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 2.
Russian (Dvoretsky)
διαπᾰτέω: протаптывать (sc. τὴν χιόνα Polyb.).