θανατόω

From LSJ
Revision as of 11:58, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτόω Medium diacritics: θανατόω Low diacritics: θανατόω Capitals: ΘΑΝΑΤΟΩ
Transliteration A: thanatóō Transliteration B: thanatoō Transliteration C: thanatoo Beta Code: qanato/w

English (LSJ)

Afut. θανατώσω A.Pr.1053 (anap.), etc.: pf. τεθανάτωκα Phld. Rh.1.359S.:—Pass., fut. θανατωθήσομαι LXX 1 Ki.14.45: fut. Med. in pass.sense θανατώσοιτο X.Cyr.7.5.31: aor.1 ἐθανατώθην Id.An.2.6.4, Pl.Lg.865d: pf. τεθανάτωμαι Plb.23.4.14:—put to death, τινα Hdt.1.113, A.Pr.l.c.; especially of the public executioner, Pl.Lg.872c, etc.: metaph., τεθανατωκέναι τὰς Ἀθήνας (sc. τοὺς ῥήτορας) Phld.l.c.:—Pass., to be made dead, Ep.Rom.7.4; ὁ θανατωθείς the murdered man, Pl. Lg.865d.
2 Pass., θανατοῦμαι, of flesh, to be mortified, Hp.Fract.26:—metaph. in Act., mortify, τὰς πράξεις τοῦ σώματος Ep.Rom.8.13.
II condemn to death by sentence of law, Antipho 3.3.11, Ev.Matt.26.60:—Pass., X.An.2.6.4; οἱ τεθανατωμένοι those condemned to death, Plb. l.c.
III to be fatal, cause death, ὄφεις θανατοῦντες LXX Nu.21.6; μυῖαι θανατοῦσαι ib.Ec.10.1; νόσος Ph.2.247 (θανατῶσαν, θανατώσασαν codd.).

German (Pape)

[Seite 1186] tödten; πάντως ἐμέ γ' οὐ θανατώσει Aesch. Prom. 1055; τὸ θανατωθὲν ἢ τρωθέν Plat. Legg. IX, 862 c; bes. zum Tode verurtheilen, hinrichten, Her. 1, 113; ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος θανατωσάτω Plat. Legg. IX, 872 c; ἐθανατώθη ὡς ἀπειθῶν Xen. An. 2, 6, 2; οἱ τεθανατωμένοι Pol. 24, 4, 5; S0., wie Plut. Fab. Max. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire mourir, acc.;
2 condamner à mort.
Étymologie: θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτόω:
1 убивать, умерщвлять (τινα Her., Aesch., NT): τὸ θανατωθὲν ἢ τρωθὲν ὑγιὲς ποιητέον Plat. то, что (из скота) убито или ранено, должно быть возмещено; θανατοῦσθαί τινι NT умереть для чего-л., т. е. освободиться от чего-л.;
2 перен. умерщвлять, подавлять (τὰς πράξεις τοῦ σώματος NT);
3 приговаривать к смертной казни: ἐθανατώθη ὡς ἀπειθῶν Xen. (Клеарх) был приговорен к смерти, как оказавший неповиновение;
4 предавать смерти, казнить (τὸν δράσαντα Plat.): δίχα δίκης τεθανατωμένος Plut. казненный без суда.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτόω: μέλλ. -ώσω, κτλ. - Παθ., μέλλ., -ωθήσομαι, Ἑβδ. Μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας θανατώσοιτο Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31· ἀόρ. ἐθανατώθην ὁ αὐτ. Ἀν. 2. 6, 4, Πλάτ.· πρκμ. τεθανάτωμαι Πολύβ. 24. 4, 14. Θανατώνω, φονεύω, ἀποκτείνω, τινὰ Ἡρόδ. 1. 113· πάντως ἐμέ γ’ οὐ θανατώσει Αἰσχύλ. Πρ. 1053, Ἀντιφῶν 123. 40· ἰδίως ἐπὶ τοῦ δημίου, ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος θανατωσάτω, Πλάτ. Νόμ. 872C, κτλ. 2) Παθ., ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 768· καὶ μεταφ. ἐν τῷ ἐνεργ., νεκρώνω, Ἐπιστ. π. Ρωμ. η΄, 13, πρβλ. ζ΄, 4. II. θανατώνω διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως, Πλάτ. Νόμ. 868C, 872C. - Παθ., αὐτόθι 865D· ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ τελῶν Ξεν. Ἀν. 2. 6, 4.

English (Strong)

from θάνατος to kill (literally or figuratively): become dead, (cause to be) put to death, kill, mortify.

English (Thayer)

θανάτῳ; future θανατώσω; 1st aorist infinitive θανατῶσαι (3rd person plural subjunctive θανατώσωσι, R G); passive (present θανατοῦμαι); 1st aorist ἐθανατωθην; (from θάνατος); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for הֵמִית, הָרַג, etc.
1. properly, to put to death: τινα, to make to die i. e. destroy, render extinct (something vigorous), Vulg. mortifico (A. V. mortify): τί, by death to be liberated from the bond of anything (literally, to be made dead in relation to; cf. Winer's Grammar, 210 (197); Buttmann, 178 (155)): Romans 7:4.

Greek Monotonic

θᾰνᾰτόω: μέλ. -ώσω· Παθ. αόρ, αʹ ἐθανατώθην, Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία θανατώσοιτο, σε Ξεν.·
I. 1. θανατώνω, φονεύω, αποκτείνω, τινά, σε Ηρόδ., Αττ.
2. μεταφ., νεκρώνω το σώμα, σε Καινή Διαθήκη
II. θανατώνω με δικαστική απόφαση, σε Πλάτ.· Παθ., Ξεν.

Middle Liddell

θᾰνᾰτόω, fut. -ώσω [fut. mid. in pass. sense θανατώσοιτο Xen.]
I. to put to death, τινά Hdt., Attic
2. metaph. to mortify the flesh, NTest.
II. to put to death by sentence of law, Plat.:—Pass., Xen.

Chinese

原文音譯:qanatÒw 他那拖哦
詞類次數:動詞(11)
原文字根:(致)死 相當於: (מוּת‎)
字義溯源:治死,害死,毀壞,征服,被殺,殺,死,喪命;源自(θάνατος / ἀθάνατος)=死亡);而 (θάνατος / ἀθάνατος)出自(θνῄσκω)*=死)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
同源字:1) (ἀθανασία)不死 2) (ἀποθνῄσκω)死去 3) (ἐπιθανάτιος)判死罪的 4) (θανάσιμος)致命的 5) (θανατηφόρος)致死的 6) (θάνατος / ἀθάνατος)死亡 7) (θανατόω)治死 8) (θνῄσκω)死 9) (θνητός)該死的 10) (συναποθνῄσκω)同死
出現次數:總共(11);太(3);可(2);路(1);羅(3);林後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 治死(3) 太26:59; 太27:1; 可14:55;
2) 要害死(2) 太10:21; 路21:16;
3) 你們⋯治死(1) 羅8:13;
4) 我們⋯被殺(1) 羅8:36;
5) 被治死了(1) 彼前3:18;
6) 被治死的(1) 羅7:4;
7) 害死(1) 可13:12;
8) 喪命(1) 林後6:9