συμπέμπω

From LSJ
Revision as of 12:03, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπέμπω Medium diacritics: συμπέμπω Low diacritics: συμπέμπω Capitals: ΣΥΜΠΕΜΠΩ
Transliteration A: sympémpō Transliteration B: sympempō Transliteration C: sympempo Beta Code: sumpe/mpw

English (LSJ)

A send along with or dispatch along with or dispatch at the same time, ὕμνον Pi.I.5(4).63; ὀπάονας A.Supp.493; πρεσβείαν IG22.1.24 (v B.C.): c. dat. pers., νεηνίας καὶ κύνας σ. ἡμῖν Hdt.1.36; τοῖσι παισὶ φύλακον Id.8.104, cf. 5.80, PCair.Zen.230.4 (iii B.C.), 2 Ep.Cor.8.22; ἀγωγούς τινι Th.2.12; φύλακας X.Cyr.1.4.7, cf. HG1.4.21 (Pass.).
2 help in conducting, τὴν πομπήν Is.6.50, Lys.13.80; συμπέμψοντες τὴν Πυθαΐδα SIG697 B (Delph., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 986] mit od. zugleich schicken; σύμπεμψον ὕμνον, Pind. I. 4, 63; ὀπάονας ξύμπεμψον, Aesch. Suppl. 488; Eur. I. T. 1208; Her. 5, 80. 8, 104; Thuc. 2, 12; Plat. Rep. X, 620 d; Xen. u. Folgde; πομπήν, einen Festaufzug mit feiern, Lys. 13, 86.

French (Bailly abrégé)

envoyer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, πέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πέμπω, Att. ξυμπέμπω. meesturen, tegelijk sturen; met acc. en dat..; συνέπεμπε... τοῖσι παισὶ φύλακον Ἑρμότιμον hij stuurde Hermotimus met zijn kinderen mee als bewaker Hdt. 8.104; ook met acc. en μετά + gen. iem. met iem. mede een optocht organiseren of houden; met acc. v. h. inw. obj.. συνέπεμπε τὴν πομπήν μετὰ τῶν ὁπλιτῶν πρὸς τὸ ἄστυ hij liep met zijn hoplieten mee met de optocht naar de stad Lys. 13.80.

Russian (Dvoretsky)

συμπέμπω:
1 вместе посылать или одновременно посылать (τινά τινι Her., Thuc., Eur., NT; τινὰ σύν τινι и μετά τινος Xen., NT);
2 участвовать в сопровождении, сопровождать (πομπήν Isae., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπέμπω: πέμπω, ἀποστέλλω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, καὶ πτερόεντα νέον σύμπεμψον ὕμνον Πινδ. Ι. 5 (4) ἐν τέλ.· ὀπάονας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 493· μετὰ δοτ. προσώπ., νεηνίας καὶ κύνας σ. ἡμῖν Ἡρόδ. 1. 36· τοῖσι παισὶ φύλακον ὁ αὐτ. 8. 104, πρβλ. 5. 80· ἀγωγούς τινι Θουκ. 2. 12· τινὰ σύν τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7, πρβλ. Ἑλλ. 1. 4, 21. 2) παρακολουθῶ, συνοδεύω, ἐτόλμησε συμπέμψαι τὴν πομπὴν Ἰσαῖ. 61. 17, Λυσί. 137. 23.

English (Slater)

συμπέμπω send with λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν καὶ πτερόεντα νέον σύμπεμψον ὕμνον (I. 5.63)

English (Strong)

from σύν and πέμπω; to despatch in company: send with.

English (Thayer)

1st aorist συνεπεμψα; from Herodotus down; to send together with: τινα μετά τίνος, τίνι, ibid. 22. (Cf. Winer's Grammar, § 52,4, 15.)

Greek Monolingual

Α πέμπω
1. πέμπω συγχρόνως
2. στέλνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («συνεπέμψαμεν δὲ αὐτοῖς τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν», ΚΔ)
3. παρακολουθώ, συνοδεύω («ἐτόλμησε συμπέμψαι τὴν πομπήν», Ισαί.).

Greek Monotonic

συμπέμπω: μέλ. -ψω,
1. στέλνω μαζί ή συγχρόνως, συναποστέλλω, σε Ηρόδ., Αττ.
2. συνοδεύω, παρακολουθώ, σε Λυσ.

Middle Liddell

fut. ψω
1. to send with or at the same time, Hdt., Attic
2. to help in conducting, Lys.

Chinese

原文音譯:sumpšmpw 沁-盆坡
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-送
字義溯源:打發同去,同受打發,打發;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πέμπω)*=打發)組成。比較: (συναποστέλλω)=同被差遣
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編
1) 我們打發⋯同去(1) 林後8:22;
2) 我們⋯打發(1) 林後8:18