περιυβρίζω

From LSJ
Revision as of 12:04, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιυβρίζω Medium diacritics: περιυβρίζω Low diacritics: περιυβρίζω Capitals: ΠΕΡΙΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: periubrízō Transliteration B: periubrizō Transliteration C: periyvrizo Beta Code: periubri/zw

English (LSJ)

insult wantonly, τινα Hdt.5.91, J.AJ7.6.1, Jul.Or.5.159a, etc.; τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ar.V.1319, cf. Th.535; τὰ θεῖα π. Plu.Cam.18:—Pass., to be so treated, πρός or ὑπό τινος, Hdt.2.152, 4.159; ὧδε or ταῦτα π., Id.1.114, 3.137; οἷα π. Ar.Eq.727; ψυχὴ ὑπὸ λαιμαργίας π. Ph.1.488.

German (Pape)

[Seite 598] das verstärkte ὑβρίζω, sehr mißhandeln, sehr verhöhnen; τοιαῦτα περιύβριζεν αὐτοὺς ἐν μέρει, Ar. Vesp. 1319, wo die Erkl. σκώπτων ἀγροίκως folgt; vgl. Thesm. 535; oft Her. im pass., 1, 114. 2, 152 u. sonst, ταῦτα περιυβρίσθαι 3, 137; ἃ περιύβρισμαι πρὸς τούτου, Luc. bis accus. 33; δούλους, Plut. de educ. lib. 10.

French (Bailly abrégé)

traiter indignement, outrager grossièrement.
Étymologie: περί, ὑβρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-υβρίζω beledigen, kwetsen:. ἡμέας μὲν καὶ τὸν βασιλέα ἡμέων περιυβρίσας ἐξέβαλε het (het Atheense volk) heeft ons en onze koning vreselijk beledigd en de stad uitgegooid Hdt. 5.91.2.

Russian (Dvoretsky)

περιυβρίζω: крайне дурно обращаться, сильно обижать (τινά Her., Arph., Plut.): κῶς ταῦτα Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρισθαι; Her. может ли Дарий стерпеть подобное оскорбление?

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βρίζω, συμπεριφέρομαι με απρεπή και προσβλητικό τρόπο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὑβρίζω «προσβάλλω»].

Greek Monotonic

περιυβρίζω: μέλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι πολύ άσχημα, προσβάλλω αναίτια, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο προσβολής, υφίσταμαι άσχημη συμπεριφορά, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιυβρίζω: κακῶς μεταχειρίζομαι, προσβάλλω ἀπρεπῶς, τινὰ Ἡρόδ. 5. 91, Πλούτ., κλ.· τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ἀριστοφ. Σφ. 1319. πρβλ. Θεσμ. 535. ― Παθ., περιυβρίζομαι, πρὸς ἢ ὑπό τινος Ἡρόδ. 2. 152., 4. 159· ὧδε ἢ ταῦτα π. ὁ αὐτ. 1. 114., 3. 137· οἷα π. Ἀριστοφ. Ἱππ. 727.

Middle Liddell

fut. ίσω
to treat very ill, to insult wantonly, Hdt., Ar.:—Pass. to be so treated, Hdt.