κατανέω
From LSJ
English (LSJ)
(A), aor. -ένησα,
A heap, pile up, Hdt.6.97.
(B), spin out, in pf. Pass., Hsch. s.v. λίνοιο.
German (Pape)
[Seite 1365] (s. νέω), ausspinnen, Hesych. S. auch κατανήω.
French (Bailly abrégé)
entasser, amonceler.
Étymologie: κατά, νέω⁴.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-νέω opstapelen.
Russian (Dvoretsky)
κατανέω: нагромождать, накладывать, т. е. возлагать (λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα ἐπὶ τοῦ βωμοῦ Her.).
Greek Monolingual
(I)
κατανέω (Α)
συσσωρεύω, στοιβάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νέω «συσσωρεύω»].
(II)
κατανέω (Α)
(Ησύχ.) γνέθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νέω «γνέθω»].
Greek Monotonic
κατανέω: Ιων. -νήω, αόρ. αʹ -ένησα, συσσωρεύω, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατανέω: (Α), (νέω, νηέω): ἀόρ. -ένησα, ἐπισωρεύω, συσσωρεύω, λιβανωτοῦ τριάκοντα τάλαντα κατανήσας ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἐθυμίησεν Ἡρόδ. 6. 97.
Middle Liddell
ionic -νήω aor1 -ένησα
to heap up, Hdt.