παρακλείω
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
Ion. παρακληΐω,
A shut out, exclude, τινας Hdt.6.60.
II shut up in prison, Plb.5.39.3 (dub. l.), LXX 2 Ma.4.34.
German (Pape)
[Seite 483] ion. -κληΐω (s. κλείω), ausschließen, aussperren, Her. 6, 60; bei Pol. 5, 39, 3 l. d., wo es einsperren heißen müßte.
French (Bailly abrégé)
exclure.
Étymologie: παρά, κλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κλείω, Ion. παρακληΐω, buitensluiten.
Russian (Dvoretsky)
παρακλείω: ион. παρακληΐω
1 исключать, устранять (τινά Her.);
2 подвергать аресту, заключать в тюрьму (τινά Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
παρακλείω: Ἰωνικ. -κληΐω, ἀποκλείω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 60. ΙΙ. κλείω ἐν φυλακῇ, κατακλείω, Πολύβ. 5. 39, 3, εἰ ἡ γραφὴ ἀληθής· πρβλ. Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 34).
Greek Monolingual
και ιων. τ. παρακληΐω Α
1. κλείνω έξω, αποκλείω
2. κλείνω κάποιον στη φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κλείω «κλείνω»].
Greek Monotonic
παρακλείω: Ιων. -κληΐω, αποκλείω, παραλείπω, σε Ηρόδ.