κακόγαμος
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
κακόγαμον, marrying unlawfully, μνηστῆρες Eust.1415.47; κ. γάμος an ill-starred marriage, Sch.Triclin.S.OT 1214, cf. Paul.Al.O.2.
German (Pape)
[Seite 1299] unglücklich vermählt, Schol. Soph. O. R. 1238.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόγᾰμος: -ον, νυμφευόμενος παρανόμως, μνηστῆρες Εὐστ. 1451. 47· κ. γάμος, ἀτυχὴς γάμος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 1238.
Greek Monolingual
κακόγαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει συνάψει παράνομο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. μονόγαμος, φιλόγαμος].